κινάω

κινάω
κινάω / κινώ, κίνησα βλ. πίν. 58
——————
Σημειώσεις:
κινάω : χρησιμοποιείται κυρίως με την έννοια ξεκινάω (π.χ. κινάει να φύγει), αλλά στον απλό προφορικό λόγο και με τις άλλες έννοιες του κινώ.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κινώ — κινώ, κίνησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. κινάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κινώ — και κινάω κίνησα, κινήθηκα, κινημένος 1. βάζω κάτι σε ενέργεια, κάνω κάτι να λειτουργήσει: Ο μύλος κινείται με νερό. 2. μετατοπίζω, κουνώ: Να μην κινήσεις τίποτα μέσα στο δωμάτιό μου. 3. προξενώ, προκαλώ: Μου κινεί την περιέργεια. 4. ξεκινώ:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”